Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η σημερινή “εκπαιδευτική πολιτική” της Ελλάδας

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η σημερινή “εκπαιδευτική πολιτική” της Ελλάδας

Του Γιώργου Τρούλη*

Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα παρατηρείται μια συστηματική κινητικότητα στην ευρωπαϊκή ήπειρο σχετικά με την προοπτική ενοποίησης των ευρωπαϊκών χωρών. Οι ενέργειες των ισχυρών της γηραιάς ηπείρου ήταν ποικίλες και συνάμα καθοριστικές για το μέλλον της. Ο ιμπεριαλιστικός επεκτατισμός κυριάρχησε (ως τακτική ένωσης των χωρών) με πολιτικούς και στρατιωτικούς να ενισχύουν αντίστοιχα φασιστικά και δικτατορικά καθεστώτα σε όλη την ήπειρο. Η προσδοκία για μια ενοποίηση τύπου Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ενώ φαινόταν εφικτή (π.χ. από τον Χίτλερ), αποδείχτηκε ανέφικτη για διάφορους κοινωνικοπολιτικούς και οικονομικούς λόγους.

Η ιδέα βέβαια μιας ενωμένης και ισχυρής ευρωπαϊκής ένωσης δεν είναι καινούρια αλλά τη συναντάμε σε πολλούς φιλοσόφους όπως τον Γκαίτε, τον Νίτσε κ.α. Έτσι η ιδέα της ευρωπαϊκής ένωσης από ένα μεταφυσικό μόρφωμα εξελίχθηκε σε μια οικονομική συμμαχία ορισμένων κρατών (Γαλλία, Ιταλία, Δυτική Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο) με την ονομασία Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΧΒ) στις 18 Απριλίου 1951. Στη συνέχεια αυτή η κοινότητα διεύρυνε τους οικονομικούς της ορίζοντες ιδρύοντας την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) στις 25 Μαρτίου 1957. Την ίδια μέρα υπογράφηκε και η συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (EURATOM). Κρίσιμη χρονιά καθίσταται το 1967 όπου και οι τρεις ευρωπαϊκές κοινότητες: ΕΚΑΧ, ΕΟΚ και ΕΚΑΕ ενοποιήθηκαν σε μία. Από το 1973 αρχίζει η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής ένωσης και στις 28 Μαΐου 1979 η Ελλάδα προσχώρησε στον νέο αυτό ευρωπαϊκό σχηματισμό.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση με την πάροδο των χρόνων, με τη συνθήκη αρχικά του Μάαστριχ (7 Φεβρουαρίου 1992) και κατόπιν του Άμστερνταμ και της Νίκαιας, απέκτησε πολιτική και κοινωνική διάσταση (αφού με τις αποφάσεις της πλέον επηρεάζει όλα τα έθνη που υπάγονται σε αυτή) με τη θέσπιση κοινής εξωτερικής πολιτικής-ασφάλειας, τη θέσπιση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, την καθιέρωση της αρχής της επικουρικότητας, με τη συνεργασία, των μελών χωρών, στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων κ.α. Ένας από τους νέους τομείς πολιτικής που καθιερώθηκε (με τη συνθήκη του Μάαστριχ) ήταν η εκπαιδευτική και επαγγελματική κατάρτιση. Με λίγα λόγια η Ευρωπαϊκή ένωση, θεσμικά πλέον, επεμβαίνει, σεβόμενη φυσικά τις ιδιαιτερότητες και την αυτοτέλεια της κάθε χώρας, και πολλές φορές καθορίζει (ή προσπαθεί να τροχιοδρομήσει προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις) την εκπαιδευτική πολιτική, με στόχο την οικονομική ανάπτυξη και την τεχνολογική πρόοδο. Μη φανταστεί κανείς ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφασίσει τις στρατηγικές της σε κάποια κλειστά γραφεία με εκλεκτούς που καθορίζουν την τύχη της Ένωσης. Στις συζητήσεις και τις αποφάσεις συμμετέχουν όλες οι χώρες μέλη μέσω της ευρωπαϊκής επιτροπής, των συνόδων κορυφής, των συνόδων των υπουργών παιδείας και του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου με τους αντίστοιχους εκλεγμένους εκπροσώπους.

Αν σκεφτούμε ότι κάθε 10 χρόνια το ευρωπαϊκό συμβούλιο σχεδιάζει και θέτει στρατηγικούς στόχους γα το τέλος της δεκαετίας, τότε ίσως αντιληφθούμε, αφού βρισκόμαστε στο τέλος της προηγούμενης σχεδιαστικής περιόδου με τη στρατηγική της Λισσαβόνας σε ισχύ, ότι οφείλουμε να δείξουμε σήμερα τι κάναμε στον τομέα της εκπαίδευσης 10 ολόκληρα χρόνια. Δηλαδή θα λογοδοτήσουμε για τα χρήματα που δόθηκαν στον τομέα της εκπαίδευσης και φυσικά θα πρέπει να δείξουμε τις δομικές αλλαγές που έγιναν σε επίπεδο εκπαιδευτικού συστήματος και κατάρτισης. Βέβαια οφείλουμε να αναφέρουμε ότι κατά τη διάρκεια των χρόνων αυτών γίνονταν έλεγχοι από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά όχι ενδελεχείς, σεβόμενη τους ρυθμούς εξέλιξης και προόδου της χώρας. Το ευρωπαϊκό συμβούλιο στη Λισσαβόνα μέσω του προγράμματος «Εκπαίδευση και κατάρτιση 2010», έθεσε τους στρατηγικούς στόχους στην εκπαίδευση για τη δεκαετία 2000- 2010, με σκοπό να γίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση «η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης σε όλη την υφήλιο ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή». Σήμερα 10 χρόνια μετά η Ελλάδα βρίσκεται λίγο έως πολύ περίπου στην ίδια κατάσταση, με ελάχιστη πρόοδο.

Το αρχικό ερώτημα είναι πού βρισκόταν η ελληνική πλευρά όταν γινόταν οι συνομιλίες και δεύτερον, γιατί τόσα χρόνια δεν έγινε προσπάθεια σταδιακής (μέσω ενδελεχών ερευνών και σχεδιασμών) βελτίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος; Δίνεται η εντύπωση ότι το ελληνικό κράτος ή δεν κατάλαβε το μέγεθος της σημασίας των αποφάσεων αυτών της ευρωπαϊκής ένωσης στις οποίες συμμετείχε ή σκόπιμα τις παραμέρισε για δικούς της λόγους. Όπως και να έχει 10 χρόνια μεταρρυθμιστικών αλλαγών δεν μπορούν να αναπληρωθούν μέσα σε 3 ή 6 μήνες. Η σημερινή εκπαιδευτική πολιτική που ακολουθεί το Υπουργείο Παιδείας δεν αποτελεί εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αλλά εκπαιδευτική απορρύθμιση. Μια προσπάθεια που ταλαντεύεται ανάμεσα στην ευρωπαϊκή προοπτική της εκπαίδευσης και την ελληνική κοινωνικοπολιτική και οικονομική πραγματικότητα.

Ο ευαίσθητος και συνάμα πολύπαθος χώρος της ελληνικής εκπαίδευσης, αντιλαμβανόμενος το διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικοπολιτκό πλαίσιο, είναι παρών σε οποιαδήποτε ουσιαστική θεσμική αλλαγή στην εκπαίδευση (στην πράξη το αποδεικνύει καθημερινά) με στόχο τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Ποτέ όμως δεν θα συμπράξει σε ενέργειες που απαξιώνουν την εκπαιδευτική πράξη, υπονομεύουν την ανάπτυξη των παιδιών, υποδαυλίζουν το ρόλο του εκπαιδευτικού και αμαυρώνουν την κοινωνική του υπόσταση. Τα συνθήματα τύπου «Πρώτα ο μαθητής» και η δημιουργία του «Νέου σχολείου» δεν συνάδουν με την πολιτική που ασκείται για την εκπαίδευση όπως π.χ. τη μείωση των διορισμών και των προσλήψεων των εκπαιδευτικών, την αύξηση του αριθμού των παιδιών στις τάξεις, το πάγωμα των αποσπάσεων στο εξωτερικό για την εκπαίδευση των ελληνοπαίδων, τη μη παροχή νέων εκπαιδευτικών αδειών για μεταπτυχιακές σπουδές των εκπαιδευτικών, τη φημολογία για κατάργηση ή αλλαγή μορφής των διδασκαλείων της χώρας που επιμορφώνουν τους δασκάλους και τους νηπιαγωγούς κ.α. Δυστυχώς χωρίς σοβαρές πολιτικές και με εκπαιδευτικές αποδομήσεις, δίχως σχεδιασμό, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές δεν γίνονται παρά μόνο μεταλλαγές με απρόβλεπτες συνέπειες.

*Ο Γιώργος Τρούλης είναι Δάσκαλος
MSc στις Επιστήμες της Αγωγής
Δημοσίευση: Ρεθεμνιώτικα Νέα 01/06/2010, Νέα Κρήτη 09/06/2010

Unless otherwise stated, the content of this page is licensed under Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 License